true story.

Στο πράσινο. Κόσμος. 
Εγω στο παγκάκι που διάλεξα με προσοχή.
Στο σταυροδρόμι των χωμάτινων στενών δρόμων.
Μόνος.
Κόσμος. Ηρεμία στα πρόσωπα.
Κάποιοι τρέχουν με αθλητικά ρούχα.
"Καλοκαίρι", σκέφτηκα σιγομουρμουρίζοντας.
Ακριβώς απέναντι ένα άλλο παγκάκι.
Γεμάτο.
Όλοι προσπαθούσαν να στριμωχτούν 
στο γεμάτο, κατα τ´άλλα, παγκάκι.
Κι εγώ ήμουν μόνος.
"Δε βαριέσαι", ξανασκέφτηκα, ρίχνοντας
μια ματιά στο πλάι.
Παρατήρησα πως τα πράγματά μου,
μια τσάντα, κατι τσιγάρα, ένας καφές κι ένα τετράδιο μπλέ,
ήταν απλωμένα ολούθε. 
Ακόμα κι εγώ δεν μπορούσα να αλλάξω θέση,
πόσο μάλλον να ´ρθει κάποιος άλλος.
"Νά το!", φώναξα, σχεδόν σαν να έριχνα κάπου ,το φταίξιμο.
Δεν υπάρχει χώρος.
Δεν αφήνω χώρο.
Απλώνομαι όπου κάτσω.
Χρειάζεται μεγάλο θάρρος και θράσος και τόλμη και θέληση
να έρθεις και να μου πεις
"συγνώμη κύριε, πως μπορεί να καθίσει κανείς πλάι σας; Δεν έχετε αφήσει χώρο."
Όλα συνδέονται.
Το πως αφήνω τα πράγματα στο παγκάκι.
Το πώς και άν έρχονται στη ζωή μου οι άνθρωποι.
Μεγάλη θέληση.
Τόλμη.
Αλλά κι εγώ,
κι εσύ που απλώνεσαι έτσι,
σταμάτα το βρε αδερφέ.
Την μοναξιά μας εμεις τη φοράμε και βγαίνουμε.
Δεν έρχεται μόνη της και γαντζώνεται.
Ασε ανάσα. Αέρα. Κενό χώρο.
Άσε και λίγο τίποτα πλάι σου,
να δεις πως όλο και κάποιος
θα αισθανθει την ανάγκη να το γεμίσει.