Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2014

μακροβούτι στη μνήμη/ στα ρηχά.

Ξεκάθαρα. Μιλάω ξεκάθαρα. Αγαπάω ξεκάθαρα. Αντιπαθώ ξεκάθαρα. Ζητάω ξεκάθαρα. Σπάνια συλλογή λέξεων και πράξεων ανακαλύπτω στο μοναδικό και τελευταίο μάλλον συρτάρι του μυαλού μου, σε ό,τι έχει να κάνει - με τη, ξεχασμένη από καιρό χρόνια και αιώνες, ίσως, λέξη: καθαρότητα. Στιγμές σε φωτογραφικό ενδιαφέρον ξεπετάγονται σαν σε κλεισμένα απο καιρό σε κουτιά, μικρά, τρομακτικά αρλεκινάκια, άρρωστα και σκονισμένα, που σκοπό είχαν να διασκεδάζουν τα παιδιά αλλά κατέληξαν να τρομάζουν τους ενήλικες. Μου θυμίζουν τις ώρες που περνάω με κόσμο αλλα σε τέτοια απομόνωση, που θα τρόμαζε και ο πιο ξωμακρυσμένος ανεμόμυλος. Φιλιά και φιλίες. ¨Ερωτες και όχι. Σκατά. Που κρύβονταν όλα αυτά; Τί νάρκες ρίχνω με τόση αβεβαιότητα στην ακροθαλασσιά της μνήμης; Πώς τις πατάω τόσο ανεξέλεγκτα και με τέτοιο ενθουσιασμό και πατούσες γυμνές; Και πως αυτές εκρήγνυνται σε μικρή διάρκεια αλλά σε ισχύ που τσακίζει και τον πιο άκαρδο θώρακα; Ξεκάθαρα. Απο δω και πέρα με αντιμε

μόνος-μονός.

Γυμνός κάθομαι αντικρύζοντας το κόκκινο. Γυμνός και ασφαλής. Ξέρω πως και η αλήθεια λάμπει  μόνο όταν είναι γυμνή. Έτσι έχω παρέα στη γυμνή μου μοναξιά. Καταλαβαίνω πολλά. Συνεχόμενα και απανωτά τα απαντημένα μου ερωτήματα προς τη ζωή. Με τη μοναξιά δεν μπορώ να γίνω φίλος. Ό,τι με αποπροσανατολίζει, με μειώνει, με κλειδώνει, με διατάζει, το πετάω. Η μοναξιά μου κατάσταση γυμνή  αλλά άσχημη. Δύσκολα το γυμνό είναι φριχτό. Ο γυμνός θάνατος είναι ένα τέλος. Η γυμνή μοναξιά είναι μόνο η αρχή. Κι όμως, αισθάνομαι ασφαλής. Γυμνός και ασφαλής. Πρωτογενής φύση ανέκαθεν περιβάλλομαι κι αγκαλιάζομαι από τον στεγνό ανοιξιάτικο αέρα  που γυμνός μπούκαρε στο σπίτι και συναντηθήκαμε κατα μέτωπο. Με τον γυμνό αέρα  μόνο γυμνός μπορώ να γίνω φίλος. Ντυμένος όταν είμαι ο αέρας με αποφεύγει και με μικραίνει. Γυμνός ο φόβος μου για τη γύμνια μου με στέλνει στην, ντυμένη από τα ρούχα μου, ντουλάπα. Δεν ντύνομαι στ' αλήθεια. Τ

αδιέξοδο

Τι να κάνουμε;  Τώρα πια μπήκες στ´ αδιέξοδο. Κοιτάς πισω. Όπισθεν. Βγήκες. Και τέλος.

It's ok.

Εικόνα
Τα πράγματα σταματάνε να σημαίνουν κάτι  όταν τους δώσουμε χώρο να μας αγγίξουν.  Φτάνει να τους τον δώσουμε πραγματικά. Μέρα με ήλιο. Και αεράκι. Άνοιξη. Άφησε λιγάκι το δερμα σου εκτεθιμένο και στα δύο. Είναι στο χέρι σου να απολαύσεις τον ήλιο. Να τον επιλέξεις. Να τον αισθάνεσαι να νικάει το κρύο  και να το διώχνει. Είναι η σκέψη που έχει τη δύναμη. Είναι οι αισθήσεις. Και το δέρμα θέλει και τα δυό. Και τον ήλιο. Και το κρύο. Για να ξέρει τι να διαλέξει. Για να έχει τι να διαλέξει. Για να μπορεί να διαλέξει και να έχει τη γνώση των συνεπειών κι απ´ τα δύο. Αν δεν ζησεις τον έρωτα πως θα ξέρεις την πληγή του; Κι αν δεν ξέρεις την πληγή, πως να βρεις την γιατρειά και το ματζούνι; Αφήνω τα πράγματα να με αγγίξουν. Κι αυτά που με πληγώνουν. Κι αυτά που με δυναμώνουν. Όλα λειτουργούν υπερ μου και μου θυμίζουν πόσο αρμονικά φτιαγμένα είναι. Το καθετί αυτοπροσδιορίζεται ανάμεσα στα πολλά φτάνει να του δώσουμε τον χώρο και την ισχύ. Αν δεν κρυώσω δεν θα ξέρω τον ήλιο και την ανάγκη για τη

σε είδα.

Εικόνα
Σε είδα να χορεύεις σε μια συναυλία. Σε είδα να βλέπεις μια ταινία, χωρίς παρέα, σε κάποιο σινεμα στην Κηφησίας. Σε είδα να τρως συσκευασμένα ποπ-κορν στην παραλία. Σε είδα να κλείνεις τα μάτια τη στιγμή που σε έκαιγε ο ήλιος. Σε είδα να περνάς μια διάβαση πεζών τραγουδώντας. Σε είδα να καπνιζεις περιμένοντας το λεωφορείο. Σε είδα να κρύβεις τα μάτια σου πίσω από vιntage γυαλιά ηλίου. Σε είδα να με κοιτάς και να με αποφεύγεις. Σε είδα να με ερωτεύεσαι με φωνές και γέλια. Σε είδα να κλείνεις σφιχτά τα χείλη και να μου τραβάς το πουκάμισο. Σε είδα να με φιλάς. Σε είδα να κοιμάσαι ήρεμα. Σε είδα να κοιμάσαι ανήσυχα. Σε είδα σπίτι μου. Σε είδα σπίτι σου. Σε είδα να κρύβεσαι μέσα στα ρούχα μου. Σε είδα να φωνάζεις απο ηδονή. Σε είδα να κλαις απο συγκίνηση. Σε ειδα να με αγκαλιάζεις σαν να μην υπάρχει αύριο. Σε είδα να με βλέπεις. Σε είδα να σε βλέπεις στον καθρέφτη πριν βγεις. Σε ειδα στην άκρη της γής, εκεί που δένουν τις βάρκες οι ψαράδες. Σε είδα στο μισοσκόταδο. Σε είδα εκεί. Σε είδα κι

true story.

Εικόνα
Στο πράσινο. Κόσμος.  Εγω στο παγκάκι που διάλεξα με προσοχή. Στο σταυροδρόμι των χωμάτινων στενών δρόμων. Μόνος. Κόσμος. Ηρεμία στα πρόσωπα. Κάποιοι τρέχουν με αθλητικά ρούχα. "Καλοκαίρι", σκέφτηκα σιγομουρμουρίζοντας. Ακριβώς απέναντι ένα άλλο παγκάκι. Γεμάτο. Όλοι προσπαθούσαν να στριμωχτούν  στο γεμάτο, κατα τ´άλλα, παγκάκι. Κι εγώ ήμουν μόνος. "Δε βαριέσαι", ξανασκέφτηκα, ρίχνοντας μια ματιά στο πλάι. Παρατήρησα πως τα πράγματά μου, μια τσάντα, κατι τσιγάρα, ένας καφές κι ένα τετράδιο μπλέ, ήταν απλωμένα ολούθε.  Ακόμα κι εγώ δεν μπορούσα να αλλάξω θέση, πόσο μάλλον να ´ρθει κάποιος άλλος. "Νά το!", φώναξα, σχεδόν σαν να έριχνα κάπου ,το φταίξιμο. Δεν υπάρχει χώρος. Δεν αφήνω χώρο. Απλώνομαι όπου κάτσω. Χρειάζεται μεγάλο θάρρος και θράσος και τόλμη και θέληση να έρθεις και να μου πεις "συγνώμη κύριε, πως μπορεί να καθίσει κανείς πλάι σας; Δεν έχετε αφήσει χώρο." Όλα συνδέονται. Το πως αφήνω τα πράγματα στο παγκάκι. Το πώς και άν έρχονται στη

αυτό είμαι.

Αυτό είμαι. Μισός θάλασσα και μισός ουρανός. Πότε η θάλασσα αγριεύει, πότε ο ουρανός γεμίζει σύννεφα.  Μέρες με ήλιο στον ουρανό και στη θάλασσα γαλήνη. Στιγμές με αστραπές που πέφτουν, και βροχές,  στον ουρανό και στη θάλασσα κοσμος που δεν το περιμένει. Αυτό είμαι.  Μισός μια τζούρα τσιγάρο και μισός μια τζούρα καθαρός αέρας. Μη με ρωτάς ξανά τι είμαι. Αυτό είμαι. Η συνάντηση του βράχου με το πέλαγος. Η αιώνια φιλία του φύλλου  με τη σταγόνα της βροχής. Το φως του ήλιου μπροστά και πίσω απ´ τα σύννεφα. Αυτό είμαι. Ένα φυσικό φαινόμενο που αλλάζει τα αισθήματα. Είμαι το ποτάμι που συναντάει το κούτσουρο. Η αμυδρή φωτιά πάνω στην άμμο μπροστά στο απέραντο νερό της θάλασσας. Η σιγανή φωνή που κρούει το τύμπανο στ ο αυτί σου. Το άγριο ζώο που ουρλιάζει στο βουβό σκοτάδι της νύχτας. Αυτο είμαι. Η προκυμαία σε μια φτωχη, επαρχιακή πόλη ψ αράδων. Μη ρωτήσεις ξανά. Αυτό είμαι.

ξέρεις από φόβο;

Ξέρεις από φόβο; Όχι τον φόβο του σκοταδιού, όταν πας να κοιμηθείς. Όχι αυτόν. Τον φόβο που από βαθιά ξεκινάει και καταλήγει στο άσπρο των ματιών. Όχι στην κόρη. Στο άσπρο. Και το κοκκινίζει. Αυτές οι κόκκινες γραμμές στα μάτια. Αυτές είναι ο φόβος. Αυτό που σε ξυπνάει τις άγριες νύχτες. Όχι αυτό που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς. Αυτό είναι οι έγνοιες, δεν είναι ο φόβος. Ο φόβος που δυναμώνει, σαν φασαρία λίγο πριν μια ομιλία, αυτός είναι ο πραγματικός, ο τραχύς μα τόσο εξωπραγματικά άυλος φόβος. Όχι ο φόβος του θανάτου. Οχι. Αυτό είναι μια εγωιστική έγνοια. Ο φόβος που βουίζει στ' αυτιά και στα βουλώνει την στιγμή που ξέρεις πως θα σου ανακοινώσουν ένα θάνατο. Αυτός. Ο φόβος που λίγο πριν κλείσεις τα μάτια, εύχεσαι να μην πεθάνεις καθώς κοιμάσαι γιατί δεν το έχεις πει σε κανέναν. Όχι ο φόβος για τους ανθρώπους. Αυτό είναι ασθένεια, δεν είναι φόβος. Ο φόβος για τις ικανότητες και τις δυνατότητες που διαθέτει ένα σώμα με μαυρισμένη ψυχή. Αυτός ο φόβος.

καθρέφτες - εσύ κι εγώ.

Είμαστε καθρέφτες. Οι άνθρωποι είμαστε καθρέφτες. Αυτό που βλέπω σε σένα είμαι εγώ. Πάνω στο σώμα σου, στα μάτια και στο ύφος σου. Είμαι εγώ. Είσαι εσύ πάνω μου. Μην τρομάζεις. Γι' αυτό δεν νικάς ποτέ. Γιατί παλεύεις με σένα. Κι εγώ με μένα. Και δεν λέω να καταλάβω πως αυτή τη μάχη δεν τη δίνω μαζί σου αλλά με μένα. Και ξέρεις, οι αντανακλάσεις δεν νικιούνται. Γιατί δεν υπάρχουν! Δεν είναι σκέψη, είναι απόφαση: Προτιμώ τους σπασμένους, ραγισμένους, στραβούς, πολύγωνους, με ή χωρίς κορνίζα, ευρυγώνιους ή ευθείς, μεγάλους ή μικρούς αλλά καθαρούς καθρέφτες. Οι βρώμικοι ή εκ φύσεως θολοί καθρέφτες δεν με βοηθούν να με γνωρίσω. Το μόνο που εύχομαι είναι να είμαι καθαρός καθρέφτης, αν και σπασμένος.

αποπλάνηση.

Σε αποπλάνησα, το παραδέχομαι. Σε άγγιξα απαλά όπως σου αξίζει. Χάιδεψα το χέρι και τον ώμο σου όχι με σκοπό καθαρό. Άπλωνα το βλέμμα μου φαρδύ στην πλάτη  και στο σβέρκο σου κι αφαιρούσα μια μια τις άλλες σκέψεις. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Δεν το ήξερα. Το μυαλό και η λογική δεν λειτουργούσαν υπερ μου. Κλείδωσαν στο λάγνο κάλεσμα του ύπνου. Κι έτσι τα βαθιά μου θέλω άρχισαν  να κάνουν μακροβούτια στα άκρα μου και να τα κινούν. Πάνω σου. Απαλά. Αναλγητικά, στον ανήσυχο ύπνο σου. Τώρα κοιμήσου. Θα μείνω να σε κοιτάζω κι ας μην μ' αγγίξεις ποτέ. Κι αύριο με το φως πες πως σε αποπλάνησα. Ίσως τ' ονειρεύτηκες. Ίσως κι εγώ εσένα. Πλάι μου.

αν μπορείς, μπορώ.

Γνωριστήκαμε μια μέρα με βροχή, κατηφορίζοντας τους πέτρινους δρόμους πάνω σε δυο ρόδες Ερωτευτήκαμε μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, σ' ένα ξύλινο σπίτι, θα 'ταν Μάης, λίγο πριν ξημερώσει. Φιληθήκαμε εκείνη ακριβώς την ώρα: Λίγο πριν ξημερώσει, που το σκοτάδι είναι πιο άγριο κι από το βαθύτερο μίσος. Φύγαμε χωριστά, στην κάψα του καλοκαιριού και συναντηθήκαμε δυο ξένοι στο φινάλε του. Ξανά. Αλλιώς. Άλλοι. Διαφορετικοί. Πιο παλιοί. Δεν χωρίσαμε. Ποτέ δεν χωρίσαμε. Πάντα τραβάγαμε μαζί. 'Οχι πλάι πλάι. Ούτε καν κοντά. Αλλά μαζί. Γεια σου ξανά, λοιπόν. Τι θέλεις και τι θέλω δυο βότσαλα σε θάλασσα κι ωκεανό που δεν συναντιούνται. Δύσκολο. Μα η θέληση μπορεί να νικήσει την απόσταση κι η αγάπη που χτίζαμε, ίσως λειανει την λεπίδα της πρώτης γνωριμίας. Αν μπορείς. Μπορώ. Όχι μπορεί. Αν θέλεις. Θέλω. Όχι δεν ξέρω.

άσε με να σε ερωτευτώ.

Άσε με να σε ερωτευτώ. Άσε με ελεύθερο, να σε ερωτευτώ με όλη μου τη δύναμη. Άσε με να σε ερωτευτώ όπως αισθάνομαι. Άσε με να σε ερωτευτώ με τα πολλά μηνύματα και τις ερωτήσεις. Άσε με να σε ερωτευτώ έχοντας μαζί και μένα. Ασε με να σε ερωτευτώ χωρίς να χρειαστεί να κρύψω το φως μου. Άσε με πραγματικά, να σε ερωτευτώ. Άσε με, πραγματικά να σε ερωτευτώ. Άσε με να ερωτευτώ με αστείρευτη ένταση το σώμα σου. Άσε με να ξεκλειδώσω τα ένστικτα που βρυγχώνται στα υπόγεια του μυαλού. Άσε με να αφεθώ στη φωνή που με οδηγεί στο μονοπάτι σου. Άσε με να ολοκληρώσω τη σκέψη μου για το πόσο ωραίο χαμόγελο έχεις. Άσε με να μυρίσω καθώς κοιμάσαι τα μαλλιά και τον λαιμό σου. Άσε με να τριγυρίσω και γω για λίγο στη σκέψη σου. Άσε με να πιστέψω σε μένα και σε μας. Άσε με να σε ερωτευτώ. Άσε με να χαϊδέψω, όση ώρα μετράς τις ρωγμές στο ταβάνι, την κοιλιά σου. Άσε με να βυθίσω τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα δικά σου. Άσε με να φιλήσω το μάτι και τη μύτη σου. Άσε με να μιλήσω για σένα στους