μακροβούτι στη μνήμη/ στα ρηχά.

Ξεκάθαρα.
Μιλάω ξεκάθαρα.
Αγαπάω ξεκάθαρα.
Αντιπαθώ ξεκάθαρα.
Ζητάω ξεκάθαρα.

Σπάνια συλλογή λέξεων
και πράξεων
ανακαλύπτω στο μοναδικό
και τελευταίο μάλλον
συρτάρι του μυαλού μου,
σε ό,τι έχει να κάνει -
με τη, ξεχασμένη από καιρό
χρόνια και αιώνες, ίσως, λέξη:
καθαρότητα.
Στιγμές σε φωτογραφικό ενδιαφέρον
ξεπετάγονται σαν σε κλεισμένα απο καιρό σε κουτιά,
μικρά, τρομακτικά αρλεκινάκια,
άρρωστα και σκονισμένα,
που σκοπό είχαν να διασκεδάζουν τα παιδιά
αλλά κατέληξαν να τρομάζουν τους ενήλικες.
Μου θυμίζουν τις ώρες που περνάω με κόσμο
αλλα σε τέτοια απομόνωση, που θα τρόμαζε
και ο πιο ξωμακρυσμένος ανεμόμυλος.
Φιλιά και φιλίες. ¨Ερωτες και όχι.
Σκατά.
Που κρύβονταν όλα αυτά;
Τί νάρκες ρίχνω με τόση αβεβαιότητα
στην ακροθαλασσιά της μνήμης;
Πώς τις πατάω τόσο ανεξέλεγκτα
και με τέτοιο ενθουσιασμό
και πατούσες γυμνές;
Και πως αυτές εκρήγνυνται
σε μικρή διάρκεια αλλά σε ισχύ
που τσακίζει και τον πιο άκαρδο θώρακα;

Ξεκάθαρα.
Απο δω και πέρα
με αντιμετωπίζω ξεκάθαρα.
Κανένας συννεφιασμένος
και μουντός
και βροχερός χειμώνας
στο μικρό μου μυαλό.
Μόνο ήλιος. Φως.
Τόσο- όσο για να μην κάψει την μνήμη
αλλά να την κρατάει ζεστή.
Ζεστή και απογυμνωμένη από κάθε περιττό ρούχο
που της φοράω
και την κρατάω στεγνή
και ξεμυαλισμένη.

*****

Τρελός πάλι φοβάμαι τους ήχους
μιας νύχτας παλιάς
και θαμμένης βαθιά στα ρηχά,
εκει που το κύμα ανανεώνει την άμμο
και όλο φέρνει καινούργια βότσαλα.
Στα ρηχά, εκεί που σκάβουν οι άνθρωποι
που θέλουν να μπουν στην θάλασσά μου
αλλά δοκιμάζουν το νερό
κι εκεί στα ρηχά πλατσουρίζουν
και παίζουν με την άμμο
και ότι είναι θαμμένο από κάτω.

Εκείνες τις στιγμές,
τις αδιαπραγμάτευτα αναζωογονητικές
που κάποιος ξεγυμνώνεται για να μπει στη ζωή σου
έτοιμος και καθαρός
εσύ του προσφέρεις τα θαμμένα σου θρύψαλα
στα ρηχά της θάλασσας σου.
Και τα ξεθάβει ένα ένα και κόβεται
από τα σπασμένα μπουκάλια
και τα σάπια τενεκεδάκια που έκρυψες εκεί.

-Κανείς άλλος δεν το έκανε για σένα.
Καμία θάλασσα δεν περιμένει μιαν άλλη
για να της θάψει τα σκουπίδια στα ρηχά.

Ίσως καλύτερα στα ρηχά.
Ποιός άτυχος, ακόμα και δεινός,
κολυμβητής στη θάλασσά σου
θα 'θελε κάνοντας μακροβούτια στα βαθιά
να ανακαλύψει εκεί τα κρυμμένα σπασμένα;
Και τότε με τι καρδιά να κολυμπήσει να βγεί;
Γιατί άμα τραυματιστείς στα βαθιά
θέλει πολύ κόπο,
μόνος -
και με τα δυο σου χέρια
και τα δυο σου πόδια σε παραλυσία-
να πρέπει να βγεις στην άμμο.
Που κι εκεί θα σου κάψει την πληγή η άμμος
και θα ξαναμπεις λίγο πάλι στη θάλασσα για να ξεπλυθείς.

Μόνο όταν σκουπιστείς,
ντυθείς,
πάρεις τα πράγματά σου
και τσακιστείς
και φύγεις από την θάλασσα αυτή
είσαι πραγματικά αλλού.
Μόλις το πόδι πατήσει
σε έδαφος στέρεο,
τότε-
ναι -
τότε καταλαβαίνει πως είναι
όλα καλά.

Και τότε θυμάσαι
πως έχεις ακούσει
πως στην άλλη άκρη της πόλης
έχει μια θάλασσα εξίσου ωραία.
Θέλει κόπο να περάσεις μέσα απ΄ την πόλη
με τα πόδια.
Αλλά σκέψου.
Σε περιμένει μια θάλασσα
χωρίς θρυψαλάκια
χωρίς τραύματα στα βαθιά
και χωρίς κρυμμένα μπουκάλια στα ρηχά.
Περπάτησε!
Διέσχισε την πολύβουη
και πολύκοσμη
πόλη
και θα δεις.
Όλα καλά.