η σκουριασμένη χορδή της ευτυχίας.

Ησυχία. 

Από αυτές που πετσοκόβουν τις ψυχές

και τα μυαλά.

Κάπου στο βάθος μια θάλασσα

που δεν μπορεί να ξεπλύνει

ούτε την πιο ασήμαντη αμαρτία.

Αστραπές τσακώνονται με τα νερά της

και κεραυνοί ανάβουν για να επιβάλουν

την τάξη - τους -

στην ακάματη ησυχία.

Στον δρόμο δεν περνάει κανείς

παρά μόνο κάτι ξεχασμένα αμάξια,

φαντάσματα,

που σε κλωτσάνε με το ζόρι

σ´ άλλες δεκαετίες.

Γατιά που γδέρνουν το παράθυρο

και ζητάνε τη ζέστη του καναπέ σου.

Κι εσύ δεν την δίνεις

γιατί την έχεις χρυσοπληρώσει την ησυχία

για να σε τυρρανάει.

Τοπίο βίας,

και κάπου πιό πέρα ένα δέντρο

να σου κόβει τη θέα.


Κανένα ερώτημα δε χωλαίνει τη στιγμή.

Κανένα γαμημένο ερώτημα - 

μετά από πολύ καιρό-

δεν καταπιέζει

και δεν επιβάλλεται στην ήρεμη -πια-

σκέψη μου.

Κανένα.

Καμία εξωσωματική

και εξωνοητική

βιαιότητα δεν διαπράτεται

εις βάρος της 

απόλυτα

και αυτονόητα

δικής μου στιγμής με τον ορίζοντα,

και τα καιρικά του φαινόμενα.

Αυτό - ίσως -

έχει ακουμπήσει 

την πολύ ψηλή νότα

στη σκουριασμένη χορδή

της ευτυχίας μου.