πως να χάσεις το καλό.

Βγήκα τυχαια στο μπαλκόνι. Βράδυ.
Ένα φεγγάρι τεράστιο άρχιζε τη νυχτερινή του βόλτα.
Αυτό δεν έπρεπε να το χάσω.

Εβγαλα τις καρέκλες στο μπαλκόνι
κι ένα τραπέζι ίσα να χωράει ένα ποτήρι κρασί.
Βρήκα κι ένα κερί κάπου καταχωνιασμένο που το είχα
και ένα σπίρτο, το τελευταίο από ενα κουτί διαφημιστικό.
Έβαλα μια λίστα μπλουζ να παίζει.
Έφερα μαξιλάρια. Τα έβαλα στην καρέκλα.
Δεν ήθελα να φοράω παπούτσια, 
κι έτσι πήγα στη δωμάτιο και τα ´βγαλα.
Σκούπισα και λίγο το μπαλκόνι
και πότισα το γιασεμί.
Ζεστάθηκα και έβγαλα και το μπουφάν.
Ημουν έτοιμος.
Βγήκα στο μπαλκόνι κι έκατσα.
Πουθενά το φεγγάρι.
Είχε προχωρήσει.
Είχε κρυφτεί πίσω από την δίπλα πολυκατοικία.
Μου πήρε τελικά πολύ χρόνο
να προετοιμαστώ για να ζήσω δυο στιγμές
με το φεγγάρι και λίγο κρασί.
Πέρασε η ώρα στις λεπτομέρειες 
και στη σκέψη για τελειότητα της στιγμής
και η στιγμή δεν έφτασε ποτέ.
Ή μάλλον έφτασε, μα δεν συνέβη.
Δεν συνέβη γιατί δεν της το επετρεψα.
Δεν απελευθέρωσα τον εαυτό μου
απ´ τα περιττά ώστε να αφεθώ στο κάλεσμα
της ανάγκης μου.
Ώστε να ικανοποιήσω τα θέλω και τα ζητώ.
Τίποτα δεν είναι μια στιγμή.
Περνάει μέχρι να σκεφτείς τι τραγούδι να βάλεις
για να τη συνοδεύσει.
Μέχρι να κοιτάξεις λίγο αλλού.
Μέχρι να διαλέξεις το καλύτερο,
το καλό έφυγε.