όσα λένε οι εραστές.

Θα μπω σε ενα μπαρ.
Μικρό. Σκονισμένο.
Σάπιο.
Παλιό.
Δυο τρεις θαμώνες
γέροι με μια παλιά αίγλη
αποτυπωμένη στα μάτια τους
που γυαλίζουν.
Μουσική ροκ εν ρολ
και μπλουζ.
Ξέρω πως δεν θα σε βρω εκεί.
Αλλά μου αρέσει.
Αισθάνομαι οικεία.
Ζεστά.
Με κοιτάνε περίεργα.
Παραγγέλνω ένα απ' τα ίδια.
Ο μπαρμαν ξέρει.
Ή κάνεις πως ξέρει-
όπως όλοι οι μπαρμαν.
Η γεύση στο ποτό
ταιριάζει με αυτό που είχα σκεφτεί.
Μπαίνει ένα τραγούδι
που ορίζω ως αγαπημένο.
Χτυπάω το ποτό μου στο μπαρ
κι αρχίζω να τραγουδάω δυνατά.
Κανείς δεν με κοιτάει.
Σαν να πρόκειται για κατι φυσιολογικό.
Σταματάω.
Κοιτάω τους θαμώνες.
Έχουν ξενερώσει.
Τους χαλάω την πιάτσα.
Φοβούνται την αλλαγή της ρουτίνας.
Δεν θέλουν την αλλαγή.
Θέλουν μια ασφάλεια
στα συμβάντα.
Παραγγέλνω και δεύτερο ποτό.
Αρχίζω να ζαλίζομαι.
Λίγο ο κίτρινος φωτισμός
λίγο το δυνατό ποτό
με αποδυναμώνουν.
Η εξουσία του μπαρμαν
επάνω μου,
που ασκείται έμμεσα
αλλά τόσο ισχυρά,
μου ερεθίζει τη σκέψη.
Εικόνες βροχή και λόγια
που θέλω να πω μα δεν γίνεται.
Τον μισώ ξαφνικά.
Εξαγριώνομαι και
με φόρα του πετάω ένα χαρτονόμισμα
και βγαίνω απ΄το μπαρ.
Δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Τα ίδια φώτα δρόμου,
η ίδια άδεια πόλη.

Έλα. Ήρθε η ώρα να πλησιάσεις
και να μιλήσεις.
Να μου πιάσεις το χέρι
να χαμηλώσεις το βλέμμα
και να μουρμουρίσεις κάτι.
Κάτι δικό σου.
Δεν θα σε ρωτήσει κανείς
ποτέ
τι είπες εκείνη τη στιγμή.
Το μουρμουρητό είναι απο μόνο του
απόδειξη και μια μικρή
ασήμαντα φωναχτή
μορφή συνέχειας.
Και το μουρμουρητό θα φέρει κουβέντα.
Όσα λένε οι εραστές
κι ακόμα παραπάνω.
Εδώ στη μέση του σέπια δρόμου.
Θα μιλήσουμε γυμνοί από παρελθόν.
Έλα να πούμε ό,τι λένε οι εραστές.
Έλα.
Έλα.
Φωνάζω κι αρχίζει να βρέχει.
Ξέρω πως σίγουρα δεν θα ΄ρθεις.
Μισείς την βροχή. 
Μισώ που μισείς την βροχή.
Και μισείς τα παλιά μπαρ
με τους σάπιους θαμώνες. 
Αλλά εγώ τα αγαπώ.
Που είσαι;
Έλα!
Έφυγα από το μπαρ
και η βροχή θα σταματήσει.
Κοίτα πόσα κάνω για να ΄ρθεις!
Έλα.
Έλα!
Θα πούμε όσα λένε οι εραστές
μετά την βροχή.
Θα πούμε όσα λένε οι εραστές.
Έλα.