σε φοβάμαι ρε.

Σε φοβάμαι ρε.
Εσένα. Ναι.
Εσένα που με κοιτάς
εξονυχιστικά
και με εγκρίνεις
ή όχι.
Εσένα που γελάς
κρυφά
πίσω από παλάμες
βρώμικες
και δάχτυλα χρησιμοποιημένα.
Εσένα που τρομάζεις
και αλλάζεις πορεία
στο νεκρό πεζοδρόμιο.
Σε φοβάμαι ρε.
Σε φοβάμαι πολύ.
Κι αν με δεις με το κεφάλι ψηλα
δεν είναι που το χω
έτσι για μένα.
Αλλά για σένα.
Για να μην μπεις
στο μυαλό μου
και μου γαμήσεις κάθε χτισμένο
εκατοστό ζωής.
Για να μην έχεις πρόσβαση
ρε
στην λογική
και στην ψυχή
και στο σώμα μου.
Δεν θέλω εσένα που φοβάμαι
να σε βάλω στη ζωή μου.
Σε φοβάμαι ρε.
Πολύ.
Κι αν δεν το καταλαβαίνεις αυτό
που κάνεις,
ναι,
και το κάνεις συνέχεια,
έτσι δεν κάνουμε δουλειά.
Σε φοβάμαι ρε κριτή.
Σε φοβάμαι και σε απομακρύνω
γιατί η σιωπή
μόνο έτσι με επισκέπτεται.
Σε φοβάμαι ρε
και σένα και τα επίθετα
και τις κατηγορίες
και τις τοποθεσίες
σου.
Δεν με θέλουν
και δεν τις θέλω
τις καρτελίτσες.

Τι με κοιτάς;
Δεν ξέρεις πως σε φοβάμαι;
Ναι ρε σε σένα μιλάω;
Τι;
Δεν το καταλαβαίνεις;
Μίλησε μου σαν άνθρωπος.
Και θα σου απαντήσω σαν άνθρωπος.
Ξέρω πως το πρόβλημα έχει ρίζα
και πως το τεράστιο δέντρο δεν είναι μόνο του.
Το ξέρω ρε.
Αλλά ο φόβος που μου δημιουργεις
δεν σηκωνει δικαιολογία.