κάπου κάποιος πεθαίνει.

Κάπου κάποιος πεθαίνει.
Μόνος του.
Πέφτει στο πεζοδρόμιο
και σηκώνει το στήθος στον ουρανό.
Εκεί που πάει;
Σπάει τη μέση
και τεντώνει τα πόδια μπροστά.
Εκεί που πήγαινε;
Έχει τα μάτια ανοιχτά
αλλά το κεφάλι του είναι γερμένο προς τα πίσω.
Εκεί απ΄ που ερχότανε;

Κάπου, κάποιος πεθαίνει.
Πολύ μόνος του.
Με ένα μαύρο παντελόνι
και ένα καρό πουκάμισο.
Κι ούτε κανένας τόλμησε να ρωτήσει.
Κι ούτε κανένας δεν γύρισε το βλέμμα.
Κι ούτε κανένας.
Κι ούτε εγώ.

Μπροστά μου ένας κύριος πεθαίνει.
Μόνος του.
Είμαι εγώ.