Μια θλίψη.

Μια θλίψη.
Εκείνη η βαθιά ατέρμονη θλίψη.
Πού να την ακουμπήσω να ησυχάσει;
Πού να την κλείσω να μην ακούγεται;
Ουρλιάζει η θλίψη
και με βουβαίνει.
Δεν μπορώ να μιλήσω.
Κλείνω στόμα
αυτιά
αισθήσεις.
Δεν θέλω
όταν έρχεται η θλίψη.
Δεν θέλω.
Μπορώ
μα δεν θέλω.
Και σε όλα η ίδια ερώτηση
κι η ίδια απορία
"και για ποιό λόγο;"
Κι ύστερα πιο δυνατά
και πιο δυνατά
ακούω την ηχώ της θλίψης να με ρωτάει
αυτή
την ερώτηση
που εγώ έκανα.
Και δεν βρίσκω τον λόγο
σε τίποτα.
Δεν ξέρω την απάντηση.
Μα ξέρω πως ίσως και
να μην θέλω να βρω την απάντηση.
Και σαν πως και κάποιος την ήβρε ποτέ.
Ποτέ.
Κανείς.
Η θλίψη είναι μεγάλη
άχρονη
και λευκή.
"Και για ποιό λόγο;"
Μια θολή κατηφόρα
που την ξεκινάς και σε πάει.
Που;
Μηδέν όραση.
Μηδεν γνώση.
Η θλίψη έρχεται
εκει που το περιμένεις.
Εκεί που της έχεις προετοιμάσει το έδαφος.
Αυτή η θλίψη.
Τώρα.