έι!

Μια γοργόνα.
Με πόδια μακριά.
Ένα πλάσμα της φύσης γυμνό
απαλλαγμένο απ΄την αρρώστια της πόλης.
Τριγυρνούσε στα βράχια ξυπόλυτο.
Ένα πλάσμα άφυλο.
Άγριο. Εύθραυστο.
Ψηλό.
Με λευκό δέρμα απ΄ τον ήλιο χαϊδεμένο
και μαλλιά βρεγμένα, μακριά.
Ένα ξανθό όνειρο. Μια οπτασία.
Σάστισα.
Δεν ήξερα σε τι γλώσσα να πω γεια.
Δεν ήξερα πως μιλάνε σε αυτά τα πλάσματα
τα ανύπαρκτα, τα θεϊκά.
Δεν ήξερα που πήγε το μυαλό και η φωνή μου.

Φώναξα ένα γενικό, αόριστο, σαν άλαλο επιφώνημα
ανθρώπου των σπηλαίων: έι!
Γύρισε. Με κάρφωσε με μάτια μεγάλα και βαθιά.
Πράσινα σκούρα.
Χαμογέλασε.
Και τώρα τι κάνω;
Τι θέλω;
Τι να πω;

Τράπηκα σε φυγή.
Έτρεξα!
Δεν το πίστευα.
Έτρεξα στ αλήθεια!
Έφυγα μακρυά από την ομορφιά.
Μακριά από τη φύση.
Μακριά.
Κρύφτηκα ξανά στο σπίτι μου.
Και δεν βγήκα ποτέ.
Ποτέ ξανά δεν τολμώ να συναντήσω ομορφιά.
Φοβάμαι.
Κι ο φόβος νικάει την ομορφιά.
Νικάει τη φύση.
Νικάει το θέλω.
Με κάνει αδύναμο.
Φοβάμαι.
Μένω στο καβούκι μου.
Είμαι ασφαλής.
Κι αδύναμος.
Και ασφαλής!
Δεν ρισκάρω να ξαναβγώ στη φύση.
Δεν ρισκάρω να συναντήσω αυτό που θέλω.
Δεν θέλω.
Δεν μπορώ να μιλήσω.
Δεν έχω τι να πω.
Δεν θέλω!

έι!

Φοβάμαι.
Μόνος και καλά.
Χωρίς φύση.
Με παπούτσια.
Χωρίς οπτασίες.
Μόνος.
Ασφαλής.
Φοβάμαι.

έι!