εμμηνοπαυσιακά

Με άκουσα να σου τραγουδώ
και τρόμαξα.
Τι φόβος και τι λαχτάρα
να σου δώσω το τραγούδι.
Σου είχα γράψει ένα τραγούδι.
Είχες πια ένα δικό σου τραγούδι.
Ένα τραγούδι για σένα.
Ένα τραγούδι για σένα!
Κάποιος το έγραψε για σένα.
Το τραγούδησε για σένα.
Το ηχογράφησε για σένα.
Και στο έδωσε.
Δώρο.
Γενεθλίων.

Το ήθελα πολύ να στο δώσω.
Και το ετοίμαζα μέρες.
Και το έγραφα μέρες.
Και άρχισα ξανά να γρατσουνάω κιθάρες για να στο παίξω.
Και στο χάρισα.

Κράταγες ένα τραγούδι με κόπο.
Κι αγάπη.
Και έρωτα τυφλό.
Κι αλλοπαρμένο.
Και ξέφρενο.
Και ανακατεμένο με μια πολύχρωμη επιθυμία για θλίψη.

Αυτή η θλίψη!

Και ήρθαν τα γενέθλια.
Και στο έδωσα.
Και το πήρες.
Και το έχωσες στην μαύρη αθλητική σου τσάντα.
Και το έχωσες βαθιά.
Και δεν ξέρω.

Η ιστορία για μένα τελειώνει εκεί.

Μπορεί να σου έχουν ξαναγράψει τραγούδι, σκέφτηκα.
Και μου φάνηκε λογικό γιατι είσαι πλάσμα γραμμένο σε ποίημα.
Και μου φάνηκε λογικό να μην πεις τίποτα.
Και μου φάνηκε λογικό να μην αναφέρουμε ποτέ ξανά τίποτα γι΄ αυτό.
Και μου φάνηκε λογικό γιατί δεν με ένοιαζε.

Ήθελα να ακούσεις ένα τραγούδι που κάποιος έγραψε για σένα.
Σπίτι του.
Μόνος του.
Ένας μικρός μονόλογος.
Ένα μικρό - ασήμαντο- τραγούδι.

Σε μένα κανείς δεν έχει γράψει ένα τραγούδι.
Έστω ένα μικρό δίστιχο να ΄χω να λέω.
Να 'χω να αγκαλιάζω τις μέρες αυτές τις κατακόρυφης μοναξιάς.

Μου 'πες να μην σε κάνω κείμενο.
Και ποίημα.
Και τίποτα να μην σε κάνω.
Κι ούτε τίποτα να μην κάνω αυτό- το τίποτα -που δεν συνέβη μεταξύ μας.
Κι ούτε κανείς να μη μαθαίνει πρέπει την προσωπική μας προσωπικότητα.
Κι ούτε κανείς ποτέ να μην ξέρει τι γίνεται κι αν είμαι ερωτευμένος.
Κι ούτε θα ΄πρεπε καμία ερωτική ιστορία να είναι δημόσια.
Κι ούτε θα ήθελα τότε να σε είχα πιστέψει.

Τυφλός.

Θα σε κάνω ό,τι θέλω.
Μου ανήκεις.
Είσαι κατασκεύασμα του μυαλού και των πράξεων μου.
Θα σε κάνω ποίημα.
Θα σε κάνω τραγούδι.
Θα σε κάνω ταινία - και θα σε βάλω να παίξεις.
Θα σε κάνω πίνακα και φωτογραφία.
Και θα σε κάνω έργο ολόκληρο.
Θα κάνω αυτό που φοβάσαι.
Θα σε ακουμπήσω στον πάγκο της ιστορίας
και θα σε ξεχάσω εκεί.
Για πάντα.
Ανοιγμένο και πρόχειρο
να σε ακουμπάει ο κάθε περαστικός
με τα βρώμικά του χέρια.
Και συ θα μένεις εκεί αναλλοίωτο προϊόν- συνέπεια των πράξεών σου.
Όχι εκδικητικά.
Όχι.
Ίσα που να καταλάβεις πως είναι.
Την αίσθηση.
Τη γνώση.
Να είσαι ανοιχτός και ευάλωτος
και να μην υπάρχει κανείς να σε προστατέψει.
Να γράφεις ένα τραγούδι
και να μην υπάρχει κανείς να το ακούσει.
Να γράφεις ένα ποίημα
και να είναι εκεί -πάντα- κάποιος να σου πει πως δεν αξίζει.
Αυτό θέλω να μάθεις.
Κι ύστερα.
Βλέπουμε.
Έτσι κι αλλιώς,
μαζί θα είμαστε.