Πορτοκάλι.

6/3/2016
Πλατεία Συντάγματος. 
Αθήνα 
Ανοιχτό κάλεσμα για συλλογή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης για τους Σύριους πρόσφυγες.

Είμαι στα τρόφιμα. Πήγα τους είπα θέλω να βοηθήσω,  πέστε μου τι να κάνω. Βάζουμε σε κούτες τα μακαρόνια, τις σταφίδες, τα μπισκότα και το κριθαράκι. Πως πέρναγε η ώρα το καταλάβαινα από το φως της μέρας που έφευγε. Σκοτείνιαζε στην πλατεία και τα φώτα δεν είχαν ακόμα ανάψει. Πακέταρα κάτι πορτοκάλια. Ναι, κάποιος είχε φέρει πορτοκάλια. Αυτά είχε. Αυτά έφερε. Μου γλιστράει ένα και πέφτει κάτω, πως γίνεται μπερδεύομαι και το πατάω. Πορτοκάλι. Μυρωδιά πορτοκαλιού. Άρωμα. Τα μάτια μου θολώνουν και είμαι έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Μεταφέρομαι ολόκληρος σε μια σκηνή από το παρελθόν: 

Μεγάλη παρέα. Οικογένειες, φίλοι. Κύπρος. Πάμε εκδρομή στην κατεχόμενη Αμμόχωστο. Από ΄κει είναι η μάνα μου. Οδηγούμε με τα αμάξια περιφερειακά της κλειστής περιοχής της Αμμοχώστου. Η μάνα μου είναι από τον Σταυρό, μια περιοχή μέσα στο Βαρώσι. Ξαφνικά την θυμάμαι να φωνάζει "Σταματήστε, εδώ είναι". Κατεβήκαμε από το αμάξι και η μάνα μου, έτοιμη να βάλει τα κλάματα, - ενώ την χαρακτηρίζει η δύναμη και η σταθερότητα- πλησιάζει προς τον ψηλό φράχτη. Μυρίζει πορτοκάλι. Σε μια απόσταση εκατό μέτρων μας δείχνει μια δεξαμενή και αρχίζει να αναγνωρίζει τα μέρη που έπαιζε. Σε κάποια φάση εντόπισε και το σπίτι τους. Μύριζε πορτοκάλι. Η μάνα μου να ήταν δέκα χρονών όταν έφυγαν από την Αμμόχωστο. Τα πέντε της αδέρφια, η μάνα κι ο πατέρας της. Μου ΄χει πει ιστορίες με ποντίκια και καταυλισμούς. Μύριζε πορτοκάλι. Η Αμμόχωστος ήταν η πόλη του πορτοκαλιού. Στην Αμμόχωστο γινόταν κάθε χρόνο η Γιορτή του Πορτοκαλιού. Η μάνα μου στον ψηλό φράχτη, γυναίκα πια με δυο παιδιά, κλαίει για τα παιδικά της χρόνια που τα βλέπει μπροστά της, ζωντανά. Μύριζε πορτοκάλι. Η μάνα μου να θέλει να πηδήξει τον ψηλό φράχτη και να μπει. Να δει. Τι να δει; Η πόλη φάντασμα. Έτσι την λένε. Αμμόχωστος, η πόλη φάντασμα. Το σπίτι της μάνας μου. Δέκα χρονών παιδάκι. Πρόσφυγας. Σαράντα χρονών γυναίκα. Κλαίει η μάνα μου και μυρίζει πορτοκάλι. Αυτή η εικόνα με έκανε να θέλω να φωνάξω. 

Πακέταρα τα πορτοκάλια και δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Έτσι κι αλλιώς ήταν σκοτάδι πια. Τα φώτα της πλατείας μόλις που ανάψανε. Ευχήθηκα αυτά τα παιδιά που περνάνε θάλασσες και περπατάνε χιλιόμετρα για να βρούνε φράχτες και ανθρώπους με γκλόμπ και "φιλανθρωπίες", να μεγαλώσουν και να κάνουν οικογένειες και καριέρες και να επιστρέψουν στην πόλη τους. Κι ας κλάψουν. Κι ας έχουν απωθημένα. Κι ας τα θυμούνται όλα αυτά κι ας τα αφηγούνται με πόνο. Αλλά να μεγαλώσουν. Και να μπορούν. Και να γελάνε όσο δυνατά γελάει η μάνα μου. Και να έχουν φίλους. Και να βρίσκονται στις γιορτές με τα αδέρφια τους. Και να γίνουν αυτό που ονειρεύονται. Και να ερωτευτούν.