εμάς θέλουν να σκοτώσουν.

'Ημασταν πολλοί.
Κόσμος.
Ντόπιοι, τουρίστες ανάμικτα.
Στην κεντρική πλατεία.
Κόντευαν Χριστούγεννα.
Δύσκολη επόχή, μα οι γιορτές
λίγο το φως
και λίγο ο χειμώνας
δίνουν μια νότα ξεχασιάς
και αφηρημάδας.
Μέσα σ' αυτή την αφηρημάδα
ξεχάσαμε το ρίσκο του πλήθους.
Τα πλήθη μισούν.
Τους πολλούς χαρούμενους ανθρώπους 
μαζεμένους.
Εμάς μισούν που έχουμε μάθει να ξεπερνάμε
και να ξεχνάμε
και να επιβιώνουμε με νύχια
και με δόντια
και με τα ίδια μας τα δάχτυλα 
σπρώχνουμε τα χαμόγελά μας 
και με τα ίδια μας τα χέρια 
διαλέγουμε τα ωραία μας ρούχα 
τα φωτεινά κι όχι τα μαύρα.
Σε μας στοχεύουν που δοξάζουμε
πιό συχνά την ανεμελιά-
όχι τη χαζομάρα!-
και μπορούμε τη μια στιγμή επώδυνα 
με θρήνους να σκεφτόμαστε όλα τα παιδιά του κόσμου
και την επόμενη να γελάμε δυνατά
ξορκίζοντας κάθε δυστυχία
σ' ενα ποτήρι φτηνό κρασί.

Εμάς θέλουν να σκοτώσουν
που τριγυρνάμε στις αγορές
και στις πλατείες της πόλης
και σκορπάμε ομορφιά και ζωή.

Εμάς σκοτώνουν. Κάθε μέρα.
Στο Χαλέπι, στο Παρίσι,
στο Βερολίνο, στην Τουρκία,
χρόνια πριν στο Αφγανιστάν 
στην Παλαιστίνη
εμάς σκοτώνουν.
Εμάς που η κάθε μέρα μας
ξεκινάει απ' το μηδέν
και που δεν κρατάμε κακίες.

Το μόνο που παρηγορεί τον νου
στις ώρες που απανωτά ο θάνατος
ανακοινώνεται με ωμές φωτογραφίες
νεκρών σωμάτων,
είναι πως όλοι εμείς θα συναντηθούμε μια μέρα
και θα γελάμε δυνατά
και θα αυτοσαρκαζόμαστε
και θα ξεπλένουμε το αίμα του θανάτου μας
με ό,τι μας απέμεινε: την αθωότητα.