Κότες


Που βγάζουν το κεφάλι τους 
απ' το ανοιχτό κλουβί 
και κοιτούν
αριστερά
δεξιά
και ξανά αριστερά για σιγουριά
μην έρχεται κανείς
και ξανακάθονται στ' αυγά τους.

Που δεν πατάνε το πόδι τους
στο επόμενο βήμα αν δεν είναι σίγουρο
το χώμα 
αν είναι στέρεο
ή λάσπη 
λες και έτσι κι αλλιως
δεν είναι ξυπόλυτες

Που δεν ενηλικιώθηκαν ποτέ
Και γέννησαν αυγά
Και τα ‘μαθαν
Να μην ενηλικιωθούν κι αυτά ποτέ
Έτσι βολεύει
Κι ύστερα σε λένε κότα
Κι ησυχάζεις

Που δεν μεριμνούν
Και κοιτιούνται μεταξύ τους
Κι αναγνωρίζονται.
Δεν μπλέκουν οι κότες μεταξύ τους
Δεν μπλέκουν με κανένα
Τυχαία ένα βράδυ γεννάνε αυγά
Και δεν το λένε πουθενά

Που δεν ρωτάνε τι έχει πέρα ο φράχτης
Και δεν τολμάνε να πηδήξουν
Δεν χτύπησαν το κεφάλι τους ποτέ
Στο ξύλο του
Για να δουν
Αν σπάει
Δεν ρωτάνε
Δεν νοιάζονται
Βολεύει.
Που έχουν φτερά
Και δεν πετάνε-
Δεν τολμούν;
Δεν ξέρουν να πετάνε
Δεν ξέρουν τι θα πει ταξίδι
Και ρίσκο
Και ταχύτητα
Και αέρας
Και θέα
Και αλλαγή
Και μετακίνηση
Και μετατόπιση
Και έλλειψη οξυγόνου
Και διασκέδαση.
Μήπως δεν θέλουν να πετάξουν;
Δεν προορίζονται γι’ αυτό
Κι έτσι οι άλλοι είπαν
Κότες